- κοιλη
- κοίληἥ1) (sc. ναῦς) кузов или трюм корабля Theocr.2) лощина или русло
(ποταμοὴ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποταμοὴ ῥέοντες διὰ κοίλης Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κοίλη — giblets of poultry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλῃ — Κοίλη giblets of poultry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλη — Αρχαίος δήμος της Αττικής. Ονομαζόταν και Κοιλίς. Έλαβε την ονομασία του από το βαθούλωμα που σχηματίζεται Δ του λόφου της Πνύκας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης (Φιλοπάππου). Αυτή την κοιλότητα διέσχιζε η Κοίλη Οδός … Dictionary of Greek
κοίλη — κόιλος hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) κοί̱λη , κοῖλος hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλῃ — κόιλος hollow fem dat sg (attic epic ionic) κοί̱λῃ , κοῖλος hollow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίλη Ήλιδα — Ονομασία τμήματος της αρχαίας Ήλιδας. Πρόκειται για την περιοχή που εκτεινόταν ανάμεσα στο όρος Ερύμανθος της Φολόης και στον ποταμό Πηνειό. Στο κέντρο της περιοχής, πάνω σε έναν λόφο, βρισκόταν η Ήλις, η πόλη των Ηλείων … Dictionary of Greek
Κοίλη Συρία — Ονομασία, κατά την ελληνιστική περίοδο, εύφορης περιοχής στη Συρία που εκτεινόταν ανάμεσα στα όρη Λίβανος και Αντιλίβανος. Η περιοχή παρήγαγε σημαντικές ποσότητες ξυλείας, γι’ αυτό και οι διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκειμένου… … Dictionary of Greek
κοίλη φλέβα — Μία από τις μεγάλες φλέβες που φέρνουν μη οξυγονωμένο αίμα από τοσώμα στο δεξιό τμήμα της καρδιάς … Dictionary of Greek
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
Κοίληι — Κοίλῃ , Κοίλη giblets of poultry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοιλῶν — Κοίλη giblets of poultry fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)